Όταν πρωτομπήκα στο επάγγελμα, κάποιος ήδη «παλιός» θυμάμαι πως μου είπε πως «η δημοσιογραφία είναι η πιο διεφθαρμένη πουτάνα, γιατί δεν πουλάει το σώμα της πουλάει την ίδια την ψυχή της». Τα χρόνια που ακολούθησαν μου έδωσαν την ευκαιρία να καταλάβω απολύτως τι εννοούσε.
Αυτός είναι και ο λόγος που ένα μεγάλο τμήμα της δημοσιογραφίας έχει μια τόσο αρνητική και επικριτική στάση απέναντι στα πράγματα. Με το να πουλάει διαρκώς την ψυχή της πότε για τον ένα και πότε για τον άλλον, χάνει τον σεβασμό για τον εαυτό της. Κι όταν χάνεται ο αυτοσεβασμός το μόνο που μένει είναι μια «σκιά» που προβάλλεται στους άλλους. Μπορεί να «τα κάνει όλα πουτάνα» γιατί ξέρει ακριβώς τι είναι η ίδια.
Με περισσή ευκολία λοιπόν αρπάζει το «μαστίγιο» και στο όνομα αξιών και εννοιών με τις οποίες στην πραγματικότητα έχει τόση σχέση όσο ο φάντης με το ρετσινόλαδο, επιβάλλεται σαδιστικά πάνω σε κάθε «στόχο» της. Το ποιοι θα επιλεγούν βεβαίως ως «στόχοι» δεν το αποφασίζει η ίδια. Το αποφασίζει αυτός ή αυτοί, που κάθε φορά της δίνουν το «καρότο» της για να ικανοποιήσει το πάθος της.
Τα γράφω όλα αυτά με αφορμή τον ροζ απόηχο των δημοτικών εκλογών της Αθήνας. Διαμορφώνονται ανελέητα ήθη κάθε φορά που οι «αναμάρτητοι» ζητούν «την κεφαλή επί πίνακι» των βουτηγμένων στην «αμαρτία». Κι αυτό είναι πάντα κακό για κάθε κοινωνία που έχει ανάγκη να ξεπερνάει τον εαυτό της, για να μπορεί να κινηθεί μπροστά. Όμως είναι βέβαιο πως πάντα κάποιοι θέλουν να μείνουν τα πράγματα ως έχουν, διότι «είναι πολλά τα λεφτά» που μοιράζονται εξαιρετικά «λίγοι». Χρησιμοποιούν λοιπόν και το «καρότο» και το «μαστίγιο» για να το πετύχουν.
Προσωπικά, θεωρώ πως η μόνη αληθινά ηθικά έγκυρη απάντηση σε αυτού του τύπου τα «σαδομαζοχιστικά» παιχνίδια εξουσίας είναι αυτή που έδωσε πριν από 2000 χρόνια και κάτι, Εκείνος που έριξε φως στη σκιά λέγοντας: «Ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλέτω». Ήταν μια αληθινά συγκλονιστική αποκάλυψη και ως τέτοια ασφαλώς και δεν έχει καμιά σχέση με τη δημοσιογραφία.