Ένας βασιλιάς είχε δυο κόρες. Θέλοντας να διακριβώσει το μέγεθος της αγάπης τους, μια μέρα τις κάλεσε κοντά του και τους είπε: «Θέλω καθεμιά να μου δώσει μια απάντηση. Πως με αγαπάτε; Σαν τη ζάχαρη ή σαν το αλάτι;». Η μικρή κόρη χωρίς να το πολυσκεφτεί απάντησε: «Μπαμπάκα μου, σαν τη ζάχαρη σ’ αγαπώ!». Το πρόσωπο του βασιλιά έλαμψε από ικανοποίηση. Η μεγάλη, έδειχνε προβληματισμένη. Κύλησαν λεπτά και ώρες ώσπου να καταλήξει: «Πατέρα, σαν τ’ αλάτι σ’ αγαπώ».
Ο μπαμπάς- βασιλιάς τα πήρε στο κρανίο και την έδιωξε από το παλάτι. Χάθηκε. Γύριζε σε τόπους και βουνά, σε άγριες θάλασσες, σε βάρβαρες χώρες. Όμως δεν ήταν οργισμένη. Ήταν λυπημένη. Θυμόταν ακέραια τη βασιλική καταγωγή της κι ας ζούσε τόσο κάτω από τις δυνατότητές της. Ώσπου ξημέρωσε μια μέρα που έλειπε η λύπη κι άφησε χώρο για το πριγκιπόπουλο μιας ξένης χώρας, που την ερωτεύτηκε μέσα στην πείνα και τη δίψα…
Δείτε την αρχική δημοσίευση 381 επιπλέον λέξεις