Ο κατεψυγμένος μπακαλιάρος και η αναζήτηση εθνικού αφηγήματος

Φτάσαμε στα 197 χρόνια και σε λίγο θα συμπληρωθούν τα 200 από την επανάσταση του 1821, η οποία αποτέλεσε την αφετηρία διαμόρφωσης του Νέου Ελληνισμού,  με βάση τα δυτικά πρότυπα πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής συγκρότησης. Κι αυτό αποδείχθηκε ευλογία και κατάρα.

Ευλογία μεν γιατί η σύγχρονη Ελλάδα αποτελεί έκτοτε αναπόσπαστο τμήμα της ευρωπαϊκής ιστορίας με όλα τα υλικά πλεονεκτήματα που αυτή η θέση  συνεπάγεται για την οικονομία και την κοινωνία της χώρας.

Την ίδια στιγμή όμως αποτέλεσε και κατάρα. Το έχει επισημάνει με οξυδερκή τρόπο και σε ανύποπτο χρόνο, ένας εκ των κορυφαίων ποιητών μας, ο Οδυσσέας Ελύτης. Λέει ωραία σε μια συνέντευξή του,  στην εφημερίδα «Ελευθερία» το 1958: » Από τι πάσχουμε κυρίως; Θα σας το πω αμέσως: από μία μόνιμο, πλήρη και κακοήθη ασυμφωνία μεταξύ του πνεύματος της εκάστοτε ηγεσίας μας και του «ήθους» που χαρακτηρίζει τον βαθύτερο ψυχικό πολιτισμό του ελληνικού λαού στο σύνολό του! Έχουμε την τάση να παρουσιαζόμαστε διαρκώς διαφορετικοί απ’ ό,τι πραγματικά είμαστε. Και δεν υπάρχει ασφαλέστερος δρόμος προς την αποτυχία, είτε σαν άτομο σταδιοδρομείς είτε σαν σύνολο, από την έλλειψη της γνησιότητας. Το κακό πάει πολύ μακριά. Όλα τα διοικητικά μας συστήματα, οι κοινωνικοί μας θεσμοί, τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα, αρχής γενομένης από τους Βαυαρούς, πάρθηκαν με προχειρότατο τρόπο από έξω, και κόπηκαν και ράφτηκαν όπως  –  όπως επάνω σ’ ένα σώμα με άλλες διαστάσεις και άλλους όρους αναπνοής.».

Η επισήμανση ερμηνεύει πολλά απ’ όσα μεσολάβησαν έκτοτε και κυρίως την παταγώδη αποτυχία του ευρώ για την ελληνική οικονομία. Όμως την ίδια στιγμή συνειδητοποιούμε πως η Ελλάδα μόνη της, δεν είναι παρά ένα μικρό πιόνι στη σκακιέρα ενός μεγάλου παγκόσμιου παιχνιδιού. Με κομμένη την ανάσα λοιπόν παραμένουμε εντός της ζώνης του ευρώ, συνεχίζοντας να κλωτσάμε το τενεκαδάκι προς το μέλλον κι όσο πάει…

Αυτό βέβαια είναι και η αιτία της εθνικής μας κατάθλιψης στην οποία έχουμε βουλιάξει μη ξέροντας τι να κάνουμε επί της ουσίας και πως  να βγάλουμε στην επιφάνεια την αυθεντικότητα των βαθύτερων ψυχικών δυνατοτήτων που μας χαρακτηρίζουν ως λαό.

Πως να συμφιλιώσουμε τη σοφία μιας τρισχιλιετούς  παράδοσης  με την «εδώ και τώρα» παγκοσμιοποίηση των αγορών; Πως να χωρέσει το φιλότιμο στην τεχνητή νοημοσύνη; Πως μπορεί να έχει νόημα και περιεχόμενο η δημοκρατία όταν αναδύονται στο προσκήνιο αυταρχικά καθεστώτα που αναβιώνουν τον ανατολικό αυτοκρατορικό δεσποτισμό (Ρωσία, Τουρκία, Ιράν); Πως εννοούνται τα «εθνικά συμφέροντα» από ένα αποεθνικοποιημένο κράτος; Πως να συλλάβουμε μια  «μεγάλη ιδέα» όταν ακόμη μας κατατρώει ο φόβος από την τραγωδία της τελευταίας φοράς που το επιχειρήσαμε; Πως να ξέρουνε τι μπορούνε να γίνουνε οι νεότερες γενιές, αν δεν ξέρουνε ποιοι είναι; Πως ν’ αποφύγουμε έναν ακόμη  διχασμό,  ο οποίος θα βάλει οριστικά ταφόπλακα στη χώρα;

Οι απαντήσεις δεν είναι ούτε απλές, ούτε εύκολες. Από αυτές όμως θα εξαρτηθεί ό,τι μπορεί ακόμη να ονομάζεται «εθνική αυτογνωσία».  Όσο και να αναβάλλουμε τις απαντήσεις, κουνώντας σημαιάκια στις παρελάσεις και τρώγοντας ήσυχα – ήσυχα τον κατεψυγμένο μπακαλιάρο μας, θα έρθει η στιγμή που θα πρέπει να δοθούν. Όταν δεν συνειδητοποιούμε μια εσώτερη κατάσταση, τότε αυτή  προβάλλεται εξωτερικά σαν μοίρα.

Καλύτερα λοιπόν να απαντήσουμε εγκαίρως και απροκατάληπτα, αφού πρώτα  σταματήσουμε ν’ ακούμε μόνον τι λέει η Μέρκελ, ο Τραμπ, ο Πούτιν κι ο Ερντογάν κι αρχίσουμε ν’ ακούμε περισσότερο ο ένας τον άλλο. Και να το κάνουμε με αρετή και τόλμη, όπως αρμόζει σε ελεύθερους, δηλαδή σε συνειδητούς, ανθρώπους.  Ίσως προλάβουμε να διαμορφώσουμε το αφήγημα που μας λείπει,  το αφήγημα που πραγματικά θα μας κάνει να ξαναπιστέψουμε πως αξίζει να είμαστε Έλληνες,  όχι για αυτά που έχουμε ή δεν έχουμε, αλλά γι αυτό που είμαστε. Και αυτό που είμαστε, είναι ο ιδιαίτερος τρόπος να υπάρχουμε ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Δηλαδή να συνθέτουμε. Πότε με αίμα. Πότε με πνεύμα. Πότε και με τα δυο μαζί.

Πρώτη δημοσίευση: RIZOPOULOS POST

«Απόδραση» στην Αθήνα της Μπελ Επόκ με λεωφορείο ΒΙΑΜΑΞ

Η πρόσκληση ήταν εξόχως συναρπαστική. Ένα ταξίδι στο χρόνο. Μια απόδραση από την τρέχουσα επικαιρότητα στις μνήμες της πόλης. Και μάλιστα απόδραση με ένα συλλεκτικό λεωφορείο ηλικίας 57 χρόνων, ένα λεωφορείο “MadeinGreece” από τη ΒΙΑΜΑΞ, το οποίο πέρα από τη καθημερινή προσφορά του στο επιβατικό κοινό της Αθήνας για 43 ολόκληρα χρόνια είχε και πρωταγωνιστικό ρόλο, το 1968, στην ταινία η «Αρχόντισσα και ο Αλήτης» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ.

Αφορμή στάθηκε η δημοσιογραφική παρουσίαση του βιβλίου «’Εζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ» του Μίλτου Λιδωρίκη που εκδόθηκε και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις POLARIS.

«Ψυχή» όλης της προσπάθειας τόσο για την έκδοση του αρχειακού υλικούτου Μίλτου Λιδωρίκη,  πατέρα του γνωστού συγγραφέα και δημιοσιογράφου Αλέκου Λιδωρίκη,  μέσα από σκόρπιες χειρόγραφες σημειώσεις  όσο και για την πρωτότυπη παρουσίασή του είναι η ΖωζωΛιδωρίκη, Πρόεδρος των Διεθνών Σχέσεων Πολιτισμού, η οποία εργάζεται ακούραστα – και με την ιδιότητα της επικεφαλής της Επιτροπής Πολιτισμού του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου – για τον πολιτισμό και τη διασύνδεσή του με την καθημερινότητα της ζωής αλλά και του επιχειρείν.

Το δρομολόγιο ξεκίνησε από το Ζόναρς. Εκεί που την εποχή για την οποία γράφει ο Μίλτος Λιδωρίκης ήταν οι βασιλικοί στάβλοι κι έτσι από το παράθυρο της οικογενειακής κατοικίας του επί της οδού Πανεπιστημίου 10, ανυπομονούσε κάθε απόγευμα να δει τον βασιλιά Γεώργιο Α’ να επισκέπτεται τα άλογά του.  Για να υπάρχει  μια αίσθηση της γεωγραφίας της πόλης εκείνη την εποχή αξίζει να τονιστεί πως όταν η οικογένεια Λιδωρίκη αποφάσισε να φτιάξει επί της Πανεπιστημίου 10 το σπίτι της, πέσανε πάνω της φίλοι και γνωστοί με το επιχείρημα «που θα πάτε να χτίσετε μέσα στα χωράφια;». Νομίζω αποτελεί την καλύτερη σύνοψη του ελληνικού realestate ως και τις μέρες μας.

Κατηφορίζοντας με το λεωφορείο την Πανεπιστημίου και μπροστά στα έκπληκτα μάτια των περαστικών που αναζητούσαν απευθείας το κινητό τους για να αποθανατίσουν το στιγμιότυπο φτάσαμε Ομόνοια.  Καμία σχέση με τη σημερινή παρακμή. Ήταν τότε ο πόλος ψυχαγωγίας και τεχνών και ακτινωτά γύρω της αναπτύσσονταν θέατρα, «καφέ αμάν», «καφέσαντάν», λέσχες, κλπ.

Βγήκαμε στην Πειραιώς που περιγράφεται σαν ένας χωματόδρομος γεμάτος λακούβεςπου ταλαιπωρούσαν τις ρόδες από τις άμαξες και τα κάρα και κάπως έτσι φτάσαμε ως το Νέο Φάληρο που ήταν η «Μύκονος» της εποχής καθώς αποτελούσε το κοσμικό θέρετρο της αθηναϊκής ελίτ.  Το «Nammos» της αθηναϊκήςμπελεπόκ λεγόταν «Ακταίον».

Σε όλη τη διαδρομή και ανάλογα με το κάθε σημείο που βρισκόμασταν  η ΖωζώΛιδωρίκη διάβαζε τα αντίστοιχα αποσπάσματα του βιβλίου και νοερά μας μετέφερε στο κλίμα μιας άλλης εποχής, πολύ διαφορετικής αλλά και κατά κάποιο τρόπο πολύ ίδιας. Πολιτικοί διχασμοί, κοσμικά σκάνδαλα,  συγγραφείς και ποιητές που άλλοι κέρδιζαν την επιβράβευση κι άλλοι έπιναν το πικρό ποτήρι της αφάνειας, θεατρικοί αστέρες που υπέγραφαν αυτόγραφα, καλλονές που έκλεισαν σπίτια, χρηματιστηριακά παιχνίδια και πυρετός του τζόγου.  Το μοτίβο της καθημερινής ζωής είναι πάντα, πάνω – κάτω,  το ίδιο. Αυτό που αλλάζει είναι οι υλικοί όροι της καθημερινότητας και κυρίως η εξέλιξη της τεχνολογίας. Διότι αν κάποτε τα νεαρά κορίτσια ανυπομονούσαν πότε θα παρουσιαστούν σε κάποιο κοσμικό σαλόνι γνωστής οικογενείας, τώρα το κάνουν στο Facebook, σε αυτό το μεγάλο και ευρύχωρο σαλόνι του Μαρκ Ζάκερμπεργκ.

Ακούγοντας τα αποσπάσματα της λεπτομερούς  περιγραφής στη διάρκεια της διαδρομής,  σκεφτόμουν πως θα ήταν πραγματικά μια καλή ιδέα ο Δήμος Αθηναίων μαζί με τη συνεργασία κάποιου φορέα με εμπειρία στην τεχνολογία, π.χ Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, να συγκεντρώσει βιβλία σαν και αυτό, να αξιοποιήσει το σύνολο των πληροφοριών τους  και μέσα πλέον από την τεχνολογία VirtualRealityν’ αναπαραστήσει τη διαχρονική εξέλιξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νέου ελληνικού κράτους.

Μπορεί η βιομηχανική Ελλάδα να έσβησε άδοξα όπως μαρτυράει το ελληνικής κατασκευής  λεωφορείο της ΒΙΑΜΑΞ που υπάρχει και κινείται ακόμη χάρη στη φροντίδα των συλλεκτών,αδελφών Χάρη και Βαγγέλη Λαζαρόπουλου στους οποίους και ανήκει, αλλά αν υπάρχει μια ελπίδα για το μέλλον, αυτή  είναι να κερδηθεί τουλάχιστον το στοίχημα της μεταβιομηχανικής επανάστασης των τεχνολογιών επικοινωνίας και πληροφορικής. Όταν εκατομμύρια τουρίστες θα βρεθούν και πάλι το καλοκαίρι στην Αθήνα, δεν καταλαβαίνω γιατί εκτός από την ξενάγησή τους στο χώρο να μην έχουν και την ευκαιρία μιας ξενάγησης στο χρόνο. Με ό,τι οικονομικό όφελος αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Αυτό σημαίνει «έξυπνη πόλη».

Όπως λέει ωραία στον επίλογο του βιβλίου του ο Μίλτος Λιδωρίκης «Όλοι μαζί τα ζήσαμε. Πονέσαμε, προσπαθήσαμε κι αγωνισθήκαμε για το καλύτερο μέλλον. Αγωνιζόμεθα και θα αγωνιζόμεθα πάντοτε για μια μεγάλη, προπάντων ευημερούσα, πατρίδα». Αυτή είναι πιστεύω και η μεγάλη αξία αυτού του βιβλίου. Η έμπνευση για τη συνέχιση αυτού του αγώνα,  με τους σύγχρονους όρους του σήμερα. Κι αυτόακριβώς  είναι η ευθύνη και το καθήκον κάθε γενιάς που αγαπάει τα παιδιά της.