Η Τίγρης

Λοιπόν μια και τα θρησκευτικά, οι αμβλώσεις και το «τι παιδί θα βγει» είναι στην «ατζέντα», είναι ώρα να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους.
Ο Αδάμ ήταν εύκολο να δημιουργηθεί. Πήρε ο Θεός λίγο πηλό τον έπλασε, τον φύσηξε και άντε γειά σου. Έτοιμος για δρόμο. Αλλά όπως τον έβλεπε έτσι μόνο του, σκέφτηκε να του φτιάξει το άλλο του μισό, που μάλιστα θα ήταν καλύτερό του, για να τον αποζημιώσει για όλη αυτή τη λύπη της μοναξιάς που τον είχε αφήσει να νιώσει.
Ο Θεός σχεδίασε τη Εύα. Πρόσεξε κάθε λεπτομέρεια ώστε να γίνει τέλεια. Αλλά όταν φύσηξε το τελειότερο δημιούργημά του, δεν έγινε τίποτα. Φυσούσε και ξαναφυσούσε αλλά η Εύα έμενε ασάλευτη.
Ο Θεός ήταν σε απόγνωση, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο εργασίας του τσεκάροντας και ξανατσεκάροντας όλες τις τεχνικές λεπτομέρειες. Ήταν άψογες. Αλλά η Εύα δεν ζούσε. Εν τω μεταξύ ο Αδάμ είχε «τακιμιάσει» με τους πιθήκους.
Ο Θεός άρχισε να καλεί σε βοήθεια. Πήγαν πουλιά και πρότειναν λύσεις αλλά καμία δεν αποδείχθηκε σωστή. Πήγε το φίδι και είπε πως μέσα στη Εύα ζει ένας βάτραχος κι όταν φυσάει ο Θεός όλη την ενέργεια την παίρνει αυτός, δηλώνοντας το φίδι την καλή του θέληση να μπει μέσα στην Εύα να φάει τον βάτραχο. Αλλά ο Θεός δεν τον άφησε γιατί ήταν σίγουρος πως ακόμη κι αν υπήρχε βάτραχος και τον έτρωγε, το φίδι θα καθόταν για πάντα μέσα στο τελειότερο πλάσμα του.
Όταν κάθε προσπάθεια αποδείχθηκε μάταιη, μόνο τότε εμφανίστηκε η μάνα του Θεού. Αλλά ο Θεός δεν ήθελε να ανακατευτούν τα μάγια της μάνας του στις δικές του δουλειές κι ήταν πολύ επιφυλακτικός στην προθυμία της να τον βοηθήσει.
Οι μέρες περνούσαν και η Εύα ασάλευτη. Ώσπου ένα πρωινό εμφανίζεται ένα αλλόκοτο ζώο με ραβδώσεις στο σώμα που δεν το είχε ξαναδεί κανένας. Και το ακόμη πιο αλλόκοτο ήταν πως κρατούσε στο στόμα ένα μικρό ανθρωπάκι, ένα μωρό. Ο Θεός κατάλαβε αμέσως πως είναι δουλειά της μάνας του. Στην εμφάνιση του παράξενου ζώου με το μωρό στο στόμα κάθε άλλο πλάσμα κρύφτηκε και έπαψε να κινείται. Μαζί και ο Αδάμ με τους πιθήκους.
Το ζώο πλησίασε την Εύα και ακούμπησε πάνω της το μωρό. Και τότε τα μάτια της Εύας άνοιξαν.
Ο Θεός έκανε μερικά βήματα να πλησιάσει αλλά ο βρυχηθμός του ζώου τον τίναξε πολλά μέτρα μακριά, συμπαρασύροντας τον Αδάμ που ακολουθούσε έχοντας βγει από την κρυψώνα των πιθήκων.
Η Εύα ζούσε αλλά ο Θεός ήθελε να κάνει τα παράπονά του στη μάνα του. «Είναι η Τίγρης» του είπε καθησυχαστικά. «Είναι η Προστάτιδα του Παιδιού του Ανθρώπου.».
Ο Θεός ήταν ανένδοτος. Πρέπει να εξαφανιστεί. Ακόμη κι αν πάψει να ζει η Εύα. Δεν θα μπορούσε ποτέ να κουμαντάρει ένα τέτοιο ζώο που άνοιξε το στόμα του και τον έστειλε κάτι μέτρα μακριά. «Πρέπει να εξαφανιστεί. Τελεία και παύλα» επανέλαβε ακόμη πιο αυστηρά. Η μάνα του Θεού έκατσε στην κουνιστή πολυθρόνα της και πέρασε τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της πλέκοντας τα δάκτυλα μεταξύ τους. «Ο,τι πεις…». Του χαμογέλασε με έκδηλα προσποιητή τρυφερότητα.
Ο Θεός επέστρεψε να δει τι συμβαίνει στην Εύα. Την είδε να βυζαίνει το μωρό της και τον Αδάμ δίπλα της να χαζεύει τα μαλλιά της. Στα πόδια της ήταν κουλουριασμένο ένα άγνωστο ζώο που είχε ραβδώσεις μεν όπως η καταραμένη Τίγρης αλλά το μέγεθός της ήταν τέτοιο που δεν προκαλούσε ανησυχία. Τουλάχιστον με την πρώτη ματιά.
«Είναι η γάτα μας» είπε χαμογελαστή στο Θεό η Εύα ενώ από το βάθος της χαράδρας ακούστηκε ο βρυχηθμός που έκανε τον Αδάμ να τρέξει να κρυφτεί στους πιθήκους και το αίμα του Θεού να παγώσει από την ανησυχία.
(μια ελεύθερη απόδοση από τους «Μύθους του Πρώιμου Κόσμου» του Ted Hughes)